- μεθερπύζω
- μεθ-ερπύζω, = sq., Orph.L.427.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεθερπύζω — (Α) (για τα φίδια) αποχωρώ έρποντας, υποχωρώ συρόμενος, αποσύρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἑρπύζω] … Dictionary of Greek
μεθερπύζειν — μεθερπύζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)